εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
ἐξομολογήσῃ — ἐξομολογήσηι , ἐξομολόγησις admission fem dat sg (epic) ἐξομολογέομαι confess aor subj mp 2nd sg ἐξομολογέομαι confess fut ind mp 2nd sg ἐξομολογέομαι confess aor subj mid 2nd sg ἐξομολογέομαι confess aor subj act 3rd sg ἐξομολογέομαι confess fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(ε)ξομολογώ — (ε)ξομολόγησα, (ε)ξομολογήθηκα, (ε)ξομολογημένος, μτβ. 1. υποβάλλω κάποιον σε εξομολόγηση, τον κάνω να ομολογήσει κάτι. 2. (για ιερέα εξομολογητή), ακούω την εξομολόγηση πιοτού. 3. το μέσ., εξομολογούμαι και ξομολογιούμαι και ξομολογιέμαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξομολογητικός — ή, ό (AM ἐξομολογητικός, ή, όν) [εξομολογητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξομολόγηση νεοελλ. αυτός που περιέχει εξομολόγηση, αποκαλυπτικός αρχ. μσν. εκείνος που περιέχει ομολογία τής ευγνωμοσύνης και ευχαριστία προς τον ευεργέτη … Dictionary of Greek
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μαμαλάκη, Ζερμαίν — (Βρυξέλλες 1924 –). Λογοτέχνης. Είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών και έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και κριτικές. Σπουδαιότερα έργα της είναι τα Κατοχή… … Dictionary of Greek
εξομολογάω — / εξομολογώ (παρατατ. ούσα), εξομολόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο. Το ρ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξομολογιέμαι — εξομολογιέμαι, εξομολογήθηκα, εξομολογημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής